Ποῦ εἶσαι· Ἐσύ ὁ Θεός τῆς εὐσπλαχνίας
καί τοῦ ἐλέους;
Αὐτό τό ἐρώτημα κυριαρχοῦσε βασανιστικά μέσα μου (μέ ὅλους τούς φθόγγους σέ διάτορη κραυγή) καθώς περνοῦσα τήν πύλη τοῦ κοιμητηρίου (ὅπως ὁ Ἰωνᾶς τό στόμα τοῦ κήτους) βλέποντας ἑκατοντάδες ἀνθρώπους νά τό κατακλύζουν (νεκρούς καταποθέντας ἤδη, ἀλλά καί ζωντανούς σέ ἀναμονή...).
Στάθμευσα τό αὐτοκίνητό μου καί δυό κορίτσια, συμμαθήτριές της, βουβά κι ἀπαρηγόρητα ἔκλαιγαν στήν πλαϊνή τῆς ἐκκλησίας θύρα. Ἄηχα ὅλα, παντοῦ σιωπή. Μιά στοιχειωμένη ἀπουσία. Δέν εἶναι ἡ σιωπή τῶν νεκρῶν πού βαραίνει· ἡ σιωπή τῆς ἀπουσίας Σου εἶναι πού μᾶς τυραννᾶ.
Σέ ψάχνουμε ὅλοι -γι’ αὐτό μᾶλλον καί δέν Σέ βρίσκουμε- γύρω ἀπό τόν πόνο, πρίν ἀπό τή θλίψη, μετά ἀπό τήν ἀπώλεια. Κανείς ὅμως δέν τολμᾶ νά σκύψει καί νά κοιτάξει μέσα στόν πυρήνα τοῦ χάους, μέσα στήν ἴδια τήν ὀδύνη, μέσα στό κενό, στήν ἀπώλεια, στό ὁριακά μηδέν, γιατί τότε θά Σ’ ἔβλεπε ἤδη νά τό σαρκώνεις, νά τό ἐνυλίσσεσαι, δικό Σου νά τό κάνεις.
Πολλές φορές λοιπόν δέν μᾶς γλιτώνεις, δέν ἀποσοβεῖς τό κακό, δέν ἐπεμβαίνεις ἀνασταλτικά, ἀλλά βρίσκεσαι ἐκεῖ καί συντροφεύεις. Σώζεις μέ τό νά συνοδοιπορεῖς, μέ τό νά μοιράζεσαι τό βάρος, μέ τό νά δείχνεις μία ἔξοδο καί ἕνα νόημα ἐκεῖ πού ὅλα σταματοῦν. Σάν τό φεγγάρι εἶσαι –κι ἄς ψάχνουμε ἐμεῖς γιά ἥλιο– πού καθώς βγαίνει, τή νύχτα ἀθωώνει, σχεδόν τήν ἐξυμνεῖ.